- αὐγήν
- αὐγήlight of the sunfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αὔγην — Αὔγη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασκανία — Η επιβλαβής επήρεια που μπορούν να ασκήσουν ορισμένα άτομα πάνω σε άλλα, είτε με το βλέμμα τους είτε με παράδοξο μορφασμό του προσώπου τους. Η πίστη στη β. είναι πανάρχαια και τη συναντούμε όχι μόνο σε πρωτόγονους λαούς αλλά και σε λαούς με… … Dictionary of Greek
νάρθηκας — Η μεγάλη στοά στη δυτική πλευρά του χριστιανικού ναού, που εκτείνεται σε ολόκληρο το πλάτος του. Στον ανατολικό τοίχο του ν. υπάρχουν οι τρεις μεγάλες βασιλικές πύλες του ναού, ενώ η δυτική πλευρά του παραμένει συνήθως ανοιχτή. Σε μερικές… … Dictionary of Greek
τηλέσκοπος — ον, Α ορατός από μακριά («ἀκαμάτοιο πυρὸς τηλέσκοπος αὐγήν», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + σκοπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. τανυσί σκοπος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] … Dictionary of Greek
φάτις — εως και ιων. τ. ιος, ἡ, Α 1. ανθρώπινη φωνή, ομιλία, λόγος 2. είδηση, φήμη («αὐγὴν πυρὸς φέρουσαν ἐκ Τροίας φάτιν», Αισχύλ.) 3. αντικείμενο φήμης, θέμα ομιλίας («φάτιν ἄφραστον», Σοφ.) 4. φωνή από τον ουρανό ή από μαντείο, χρησμός («ἀπὸ...… … Dictionary of Greek
Γελέοντες — Η πρώτη από τις τέσσερις φυλές στις οποίες υποδιαιρούνταν οι Ίωνες. Στην Αθήνα, η φυλή αυτή περιλάμβανε, όπως και οι τρεις άλλες, τρεις φατρίες και καθεμία από αυτές τριάντα γένη. Κατά τον Στράβωνα, οι Γ. ήταν οι λαμπροί, οι άρχοντες ή τα… … Dictionary of Greek
su̯el-2 — su̯el 2 English meaning: to smoulder, burn Deutsche Übersetzung: ‘schwelen, brennen” Material: O.Ind. svárati “radiates, shines “; svargá m. “ sky “; Gk. εἵλη, εἴλη, ἕλη f. “ solar warmth, sunlight “, γέλαν αὐγήν ἡλίου, lak. βέλα… … Proto-Indo-European etymological dictionary